γεννοβολιά

γεννοβολιά
η [γεννοβόλι]
1. ο τοκετός, η γέννα
2. όλα τα νεογέννητα («γεννοβολιές τών κοπαδιών, χαρές κρυφές τού λύκου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γεννοβολιά — η η γέννα, η γέννηση: Η αδερφή μου με μια γεννοβολιά έβγαλε τρία μωρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”